- νεορομαντισμός
- ο1. (καλ. τεχν.) ζωγραφικό ύφος που αναπτύχθηκε τον 20ό αιώνα και χαρακτηρίζεται από φόρμες ή εικόνες που αναδίδουν μια αίσθηση νοσταλγίας και φαντασίας2. ονομασία διαφόρων κινήσεων στη λογοτεχνία, στην αρχιτεκτονική ή στον κινηματογράφο, οι οποίες αποτελούν, τόσο από πλευράς περιεχομένου όσο και μορφής, επιστροφή στα αισθητικά ιδεώδη τού ρομαντισμού ως αντίδραση προς τον νατουρισμό3. μουσ. όρος που συνήθως υποδηλώνει την επιστροφή στα χαρακτηριστικά και στις αρχές τής ρομαντικής περιόδου τού 19ου αιώνα προβάλλοντας ταυτόχρονα στοιχεία τής εθνικολαϊκής παράδοσης.
Dictionary of Greek. 2013.