νεορομαντισμός

νεορομαντισμός
ο
1. (καλ. τεχν.) ζωγραφικό ύφος που αναπτύχθηκε τον 20ό αιώνα και χαρακτηρίζεται από φόρμες ή εικόνες που αναδίδουν μια αίσθηση νοσταλγίας και φαντασίας
2. ονομασία διαφόρων κινήσεων στη λογοτεχνία, στην αρχιτεκτονική ή στον κινηματογράφο, οι οποίες αποτελούν, τόσο από πλευράς περιεχομένου όσο και μορφής, επιστροφή στα αισθητικά ιδεώδη τού ρομαντισμού ως αντίδραση προς τον νατουρισμό
3. μουσ. όρος που συνήθως υποδηλώνει την επιστροφή στα χαρακτηριστικά και στις αρχές τής ρομαντικής περιόδου τού 19ου αιώνα προβάλλοντας ταυτόχρονα στοιχεία τής εθνικολαϊκής παράδοσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Νίκβας, Ντόλης — (Μάκρη 1903 – Αθήνα 1937). Φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη Απόστολου Βασιλειάδη. Αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο. Πρωτοδημοσίευσε κείμενά του στην εφημερίδα Θάρρος της Σμύρνης. Μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”